- άπαντο
- τοτο άπαν, το σύνολο.[ΕΤΥΜΟΛ. < άπας. Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στον Κ. Ασώπιο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άπας — άπασα, άπαν (AM ἅπας ( ντος), ἅπασα, ἅπαν) όλος, ολόκληρος, όλος μαζί, πληθ. όλοι, όλοι μαζί νεοελλ. φρ. 1. (πληθ. ουδ. ως ουσ.) τα άπαντα όλα τα έργα ενός συγγραφέα ως σύνολο 2. «εξ άπαντος» οπωσδήποτε, χωρίς άλλο 3. «στον αιώνα τον άπαντα»… … Dictionary of Greek